- καλλιγραφικόν
- καλλιγραφικόςsuited for fine penmanshipmasc acc sgκαλλιγραφικόςsuited for fine penmanshipneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλιγραφικός — ή, ό (AM καλλιγραφικός, ή, όν) [καλλιγράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιγραφία, ο γραμμένος με ωραία γράμματα 2. φρ. «καλλιγραφικά στοιχεία» τυπογραφικά στοιχεία που αναπαράγουν γράμματα γραμμένα με το χέρι μσν. φρ.… … Dictionary of Greek